- αδρόμαλλος
- -η, -οο αδρομάλλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρομάλλης — αδρομάλλης, α και ούσα, ικο και αδρόμαλλος, ανδρομάλλα και ανδρομαλλούσα, ο και ανδρομάλλικο πυκνομάλλης: Ήταν ένα παιδί ζωηρό, μελαχρινό, αδρομάλλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)